ΤΟ «ΕΛΛΗΝΙΚΟ» MANNLICHER
Από τον Α’ Βαλκανικό έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ
Μετά την ατυχή κατάληξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε σε οικτρή θέση, τόσο από την άποψη του διαθέσιμου στρατιωτικού υλικού, όσο και από την άποψη της διαθεσιμότητας πόρων για την κάλυψη των εξοπλιστικών, αλλά και των καθαρά λειτουργικών, αναγκών του. Οι ελληνικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν, ελπίζοντας σε μια μακρά περίοδο ειρήνης και προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τα οξύτατα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί, έθεσαν σε δεύτερη μοίρα το ζήτημα της πολεμικής ανασυγκρότησης της χώρας. Ετσι, από το 1922 έως και το 1935 τα κονδύλια που διατέθηκαν για τον σκοπό αυτόν υπήρξαν πενιχρά, χωρίς να καλύπτουν συχνά ούτε τις πλέον στοιχειώδεις ανάγκες.
Ενδεικτικό της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί ήταν το συμπέρασμα που διατυπωνόταν στο υπ’ αριθμόν 122 Πρακτικό του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου του 1932, το οποίο κατέληγε ως εξής: «Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι η κατάστασις της αμύνης της χώρας είναι αυτόχρημα τραγική».
Στο κρίσιμο ζήτημα του φορητού οπλισμού, μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε να διαθέτει μέρος μόνο του παλαιού οπλισμού του, ο οποίος όμως παρουσίαζε μεγάλη ανομοιογένεια τύπων και διαμετρημάτων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του είχε υποστεί σημαντικές φθορές που πολλές φορές καθιστούσαν ακόμη και αδύνατη την επιχειρησιακή αξιοποίησή του. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία έκθεσης της Διευθύνσεως Πυροβολικού του Υπουργείου Στρατιωτικών, κατά το 1923 στο απόθεμα του Ελληνικού Στρατού διατίθεντο τα ακόλουθα όπλα: 2.300 πολυβόλα Saint Etienne Mle 1907 T1916, 230 πολυβόλα Schwarzlose M07/12, 170 πολυβόλα Maxim MG08, 6.000 οπλοπολυβόλα Chauchat Mle 1915, 96.050 τυφέκια Mannlicher-Schoenauer M1903 και M1903/14, 8.650 αραβίδες Mannlicher-Schoenauer, 16.000 βουλγαρικά τυφέκια Mannlicher διαφόρων τύπων των 8mm, 700 βουλγαρικές αραβίδες Mannlicher διαφόρων τύπων των 8mm, 35.150 τουρκικά και γερμανικά τυφέκια Mauser των 7,65 mm και 7,92 mm, 42.000 τυφέκια και αραβίδες Berthier, 16.000 τυφέκια Lebel Mle 1886/93, 60.000 τυφέκια και αραβίδες Gras, 2.900 πιστόλια Ruby και 550 περίστροφα Nagant M1895.
Εκτός από τον φορητό οπλισμό, σημαντικότατες ελλείψεις παρατηρούντο στο υλικό πυροβολικού, καθώς και σε όλων των ειδών τα οχήματα, τα υλικά και τα εφόδια, αλλά και στις στρατηγικής σημασίας υποδομές, όπως οι οχυρωματικές εγκαταστάσεις, οι οδοί, οι σιδηροδρομικές τροχιές, τα στρατόπεδα κλπ. Ακόμη και στο επίπεδο του προσωπικού και της εκπαίδευσης όμως, τα προβλήματα που υπήρχαν ήταν οξύτατα.
Οι προμήθειες φορητού οπλισμού κατά την περίοδο 1923-1940
Παρά τη δεινή κατάσταση που επικρατούσε, κατά την περίοδο από το 1923 έως το 1935 οι πιστώσεις που διατέθηκαν για την κάλυψη των ανωτέρω αναγκών δεν ξεπέρασαν συνολικά τα τρία δισεκατομμύρια δραχμές. Ενώ, μόνο όταν ο Ιταλο-αιθιοπικός Πόλεμος άρχισε να προκαλεί σοβαρές ανησυχίες για τις προοπτικές της Ελλάδας, το φθινόπωρο του 1935, η Κυβέρνηση Τσαλδάρη αποφάσισε να διαθέσει περί τα τρία δισεκατομμύρια δραχμές σε βάθος δύο ετών. Ετσι, στα 14 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1922 μέχρι το 1936, οι μόνες προμήθειες φορητού οπλισμού που είχαν υλοποιηθεί αφορούσαν 1.750 πολυβόλα, 6.000 οπλοπολυβόλα, 125.000 τυφέκια και αραβίδες Mannlicher-Schoenauer και 11.000 περίπου πιστόλια και περίστροφα.
Τον Οκτώβριο του 1936, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αντιστράτηγος Παπάγος, υπέβαλε υπόμνημα στο οποίο ανέλυε τα κονδύλια που κρίνονταν απαραίτητα για την κάλυψη των αναγκών του Στρατού. Σύμφωνα με αυτό, για την κάλυψη των αναγκών των υφιστάμενων σχεδίων επιστράτευσης, ήταν απαραίτητη η διάθεση περίπου 11 δισεκατομμυρίων δραχμών, χωρίς όμως να καλύπτεται και πάλι το σύνολο των αναγκών που υπήρχαν. Ετσι, από το 1935 μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 διατέθηκαν συνολικά, τόσο από τακτικές πιστώσεις του Υπουργείου Στρατιωτικών όσο και από το Ταμείο Εθνικής Αμυνας, περί τα 15 δισεκατομμύρια δραχμές, συμπεριλαμβανομένων των τριών δισεκατομμυρίων που διατέθηκαν από την Κυβέρνηση Τσαλδάρη.
Από το 1936 και μέχρι την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, η Κυβέρνηση Μεταξά προχώρησε σε σημαντικές παραγγελίες και παραλαβές οπλισμού, ο οποίος αποδείχθηκε ιδιαίτερα κρίσιμος για την τελική έκβαση του αγώνα. Στον τομέα του φορητού οπλισμού, παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν: 50.000 βραχύκαννα τυφέκια Mauser M1930 των 7,92 mm (η αρχική παραγγελία αφορούσε 100.000 τυφέκια του τύπου, όμως δεν κατέστη δυνατή η ολοκλήρωσή της, λόγω της κατάληψης του Βελγίου από τους Γερμανούς), 400 πολυβόλα Hotchkiss Mle 1914 των 7,92 mm και 200 οπλοπολυβόλα Hotchkiss Mle 1922 των 7,92 mm. Από πλευράς πυρομαχικών παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν 35.600.000 φυσίγγια οπλοπολυβόλου Hotchkiss των 6,5 mm, 30.550.000 φυσίγγια πολυβόλου Hotchkiss των 7,92 mm, 21.500.000 φυσίγγια τυφεκίου Mauser των 7,92 mm και 21.735.000 φυσίγγια τυφεκίου Lebel.
Επιπλέον, έγινε προμήθεια διαφόρων παρελκομένων, ανταλλακτικών, εργαλείων και μηχανημάτων για τον διαθέσιμο οπλισμό. Ταυτόχρονα, δε, με την παραγγελία και την προμήθεια όπλων και πυρομαχικών από το εξωτερικό, προχωρούσε και η επισκευή, μετασκευή και ανασκευή παλαιότερων όπλων και πυρομαχικών από την εγχώρια βιομηχανία αλλά και από τις Εφορείες Υλικού Πολέμου, όπως ονομάζονταν τότε οι τεχνικές υπηρεσίες του Στρατού, ώστε να καταστεί δυνατή η επιχειρησιακή αξιοποίησή τους. Παράλληλα με την προσπάθεια για την κάλυψη των αναγκών στο επίπεδο των φορητών όπλων, αντίστοιχες ενέργειες έγιναν τόσο για την κάλυψη των αναγκών σε βαρέα όπλα, όσο και για την προμήθεια οχημάτων, την ανάπτυξη συγκοινωνιακών υποδομών, την κατασκευή οχυρωματικών έργων, την εκπαίδευση του προσωπικού και την αναμόρφωση των σχεδίων εκστρατείας και επιστράτευσης, αλλά και της σύνθεσης του Στρατού.
Η επιλογή του τυφεκίου Mannlicher–Schoenauer από τον Ελληνικό Στρατό
Οπως αναφέρθηκε ανωτέρω, κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο το Mannlicher-Schoenauer αποτέλεσε το κύριο τυφέκιο του Ελληνικού Στρατού. Η έναρξη των διαδικασιών για την επιλογή και την αξιολόγησή του ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν –ενώ ακόμη ο Ελληνικός Στρατός παρέμενε εξοπλισμένος κυρίως με τα γαλλικά μονόσφαιρα τυφέκια Gras– είχε αρχίσει να καθίσταται προφανής η αναγκαιότητα για την αντικατάστασή τους. Ετσι, το 1895, η Επιθεώρηση Πυροβολικού διέταξε τη συγκρότηση επιτροπής με αντικείμενο την επιλογή του καταλληλότερου νέου όπλου. Το τυφέκιο που καταδείχθηκε, με μεγάλη πλειοψηφία, ήταν το τυφέκιο Mannlicher των 6,5 mm που κατασκεύαζε η Steyr. Στα δύο χρόνια που ακολούθησαν, τόσο το ζήτημα της αναγκαιότητας αντικατάστασης των Gras, όσο και εκείνο του καταλληλότερου νέου όπλου, αποτέλεσαν αντικείμενο έντονων διαφωνιών. Οι περισσότερες απόψεις, πάντως, έτειναν στην κατάδειξη, ως καταλληλότερων, των τυφεκίων Mannlicher. Ο Ελληνο-τουρκικός Πόλεμος του 1897 διέκοψε κάθε σχετική ενέργεια, ενώ οι μάχες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέδειξαν, και στην πράξη, τους περιορισμούς που συνεπαγόταν η εξακολουθούμενη χρήση του παρωχημένης τεχνολογίας ελληνικού οπλισμού.
Τον Φεβρουάριο του 1898, μετά τη λήξη του πολέμου, η Επιθεώρηση Πυροβολικού επανήλθε στο ζήτημα, διατάζοντας και πάλι τη συγκρότηση αρμόδιας επιτροπής. Αυτήν τη φορά, όμως, αποστολή της ήταν η αξιολόγηση πέντε συγκεκριμένων τυφεκίων: του σουηδικού Mauser των 6,5 mm, του βελγικού Mauser των 7 mm, του ισπανικού Mauser των 7 mm, του χιλιανού Mauser των 7 mm και του ρουμανικού Mannlicher των 6,5 mm. Μετά την εξέταση των όπλων, παρουσία αντιπροσώπων των κατασκευαστριών εταιριών, τα μέλη της επιτροπής κατέληξαν στο συμπέρασμα πως το σουηδικό Mauser και το ρουμανικό Mannlicher συγκέντρωναν τα βέλτιστα χαρακτηριστικά.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, το τυφέκιο που θα έπρεπε να προμηθευθεί ο Ελληνικός Στρατός αποτέλεσε το αντικείμενο των συνεδριάσεων αρκετών ακόμη επιτροπών, σε κάποιες από τις οποίες μάλιστα προήδρευε ο ίδιος ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Το 1904, σε συνεδρίαση της επιτροπής του Ταμείου Εθνικής Αμυνας –και ενώ πρώτα εκφράστηκαν σημαντικές αντιρρήσεις εξαιτίας του γεγονότος ότι το Mannlicher-Schoenauer δεν είχε γίνει αποδεκτό από κάποια άλλη χώρα– εγκρίθηκε η υιοθέτηση του τυφεκίου Mannlicher-Schoenauer Μ1903 ως νέου υπηρεσιακού τυφεκίου του Ελληνικού Στρατού. Προτού υποβληθούν, όμως, οι πρώτες παραγγελίες για την προμήθεια του όπλου, αποφασίστηκε η διεξαγωγή νέων δοκιμών. Αυτές περιελάμβαναν την εκτέλεση 10.000 βολών και φυσικά την αξιολόγηση των διαφόρων χαρακτηριστικών του όπλου στο πεδίο βολής. Τελικά, η διεξαγωγή των δοκιμασιών μετατράπηκε σε διαγωνισμό ανάμεσα στο τυφέκιο Mannlicher-Schoenauer και στο τυφέκιο Mauser Μ1904. Μετά και από αυτά τα αποτελέσματα, το αυστριακό τυφέκιο αναδείχθηκε ο αδιαφιλονίκητος κυρίαρχος.
Δημιουργία και εξέλιξη του τυφεκίου Mannlicher–Schoenauer M1903
Το τυφέκιο Mannlicher-Schoenauer ενσωμάτωνε μια ιδιαίτερη καινοτομία, μέσω της οποίας επιδιωκόταν να αντιμετωπιστούν οι συχνές εμπλοκές που παρατηρούντο λόγω της χρήσης φυσιγγίων που έφεραν εξέχουσα στεφάνη στο πυθμένιό τους. Τα φυσίγγια, λόγω της στεφάνης τους, παρεμποδίζονταν τόσο κατά την κίνησή τους προς τη θαλάμη του όπλου όσο και κατά την κίνησή τους μέσα στη φυσιγγιαποθήκη, προκαλώντας προβλήματα στην τροφοδοσία και στη γενικότερη αξιοπιστία των τυφεκίων.
Μία από τις λύσεις που προτάθηκαν αποτελούσε η χρήση ενός είδους «περιστροφικού ανελκυστήρα» ώστε τα φυσίγγια να προβάλλονται ακριβώς απέναντι από τη θαλάμη του όπλου, χωρίς να είναι απαραίτητη η πλάγια ανοδική κίνηση για την έξοδό τους από τη φυσιγγιαποθήκη. Παρόλο που θεωρητικά η λύση είχε βρεθεί, η πρακτική εφαρμογή της αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη, με τον Οττο Σενάουερ να περιλαμβάνεται σε εκείνους που ανέπτυξαν σχετικούς μηχανισμούς με τον πλέον επιτυχημένο τρόπο.
Ετσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο Φέρντιναντ Μάνλιχερ προχώρησε στην κατασκευή δύο τύπων τυφεκίων, τα οποία ενσωμάτωναν την περιστροφική φυσιγγιαποθήκη που είχε εφεύρει ο Σενάουερ. Με τη μετεξέλιξη και βελτίωσή τους κατασκευάστηκε το Mannlicher-Schoenauer Μ1900, το οποίο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά επισήμως στην Παγκόσμια Εκθεση του Παρισίου, το 1900. Την αποκλειστική διάθεση του όπλου, τόσο στο ελεύθερο εμπόριο όσο και στη στρατιωτική αγορά, κατοχύρωσε η Steyr.
Αρχικά, η εταιρία επεδίωξε να προωθήσει το όπλο στην Αυστροουγγαρία, η οποία όμως το απέρριψε αφού πολύ πρόσφατα είχε ξεκινήσει την παραγωγή του τυφεκίου Μ1895, έχοντας καταβάλει ήδη μεγάλο μέρος του απαιτούμενου κόστους. Την ίδια περίπου περίοδο, η Πορτογαλία αξιολόγησε το όπλο, χωρίς όμως να προχωρήσει στην υιοθέτησή του, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους που απαιτείτο για την κατασκευή του. Παρά τις πρώτες αυτές «αποτυχίες», η καινοτομία που είχε επιφέρει το όπλο της Steyr ήταν ιδιαίτερα σημαντική και σίγουρα δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη. Ετσι, η Ελλάδα, μέσω της μακροχρόνιας διαδικασίας που περιγράφηκε ανωτέρω, υιοθέτησε το τυφέκιο ως Mannlicher-Schoenauer Υποδείγματος 1903. Εκτοτε, λόγω της υιοθέτησής του μόνο από τον Ελληνικό Στρατό, το όπλο έμεινε γνωστό ως Greek Mannlicher (Ελληνικό Μάνλιχερ).
Ελληνικές παραγγελίες
Η πρώτη παραγγελία για την κατασκευή, από τη Steyr, 30.000 τυφεκίων Mannlicher-Schoenauer Υ1903 για λογαριασμό του Ελληνικού Στρατού, υπογράφηκε στις 15 Νοεμβρίου 1905. Η παράδοση των όπλων ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1907, ενώ προηγουμένως είχε κυρωθεί η υιοθέτησή τους, με βασιλικό διάταγμα της 19ης Φεβρουαρίου 1907. Οι μονάδες του πεζικού, του μηχανικού και των ευζωνικών ταγμάτων εξοπλίστηκαν με τα τυφέκια πεζικού, ενώ οι μονάδες του ιππικού, του πυροβολικού, του μεταγωγικού καθώς και οι νοσοκόμοι, με τις αραβίδες. Οι μαθητές της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων καθώς και της Σχολής Υπαξιωματικών έφεραν τυφέκια πεζικού. Από τον Οκτώβριο δε του 1910, καθορίστηκε πως οι νοσοκόμοι στο εξής θα έφεραν περίστροφο, αντί αραβίδας Mannlicher-Schoenauer. Η επίσημη ονομασία του όπλου ήταν «τυφέκιο (ή αραβίδα) Μάνλιχερ Υποδείγματος 1903» ή απλά «Μάνλιχερ Σενάουερ». Με νεώτερες παραγγελίες που ακολούθησαν, ο Ελληνικός Στρατός προμηθεύθηκε μέχρι τα μέσα του 1913 περί τα 113.474 τυφέκια και τις 25.201 αραβίδες.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, σημαντικός αριθμός από τα τυφέκια και τις αραβίδες που είχε κατά τα παρελθόντα χρόνια προμηθευθεί η Ελλάδα απωλέσθηκαν, υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν ολοσχερώς. Προκειμένου να αναπληρωθούν αυτά τα όπλα, αλλά και να βελτιωθεί το επίπεδο του εξοπλισμού του Στρατού, στις 24 Ιουλίου 1913 υπογράφηκε νέο συμβόλαιο με τη Steyr, το οποίο προέβλεπε την κατασκευή 200.000 τυφεκίων Mannlicher-Schoenauer. Τα όπλα αυτά ενσωμάτωναν μικρής σημασίας τροποποιήσεις, οδηγώντας στην ονομασία τους ως Υ1903/14. Η παράδοση του συνόλου των όπλων έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τις 24 Ιουλίου 1918. Η δολοφονία, όμως, στο Σεράγεβο του αρχιδούκα Φραγκίσκου-Φερδινάνδου της Αυστρίας, διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, η οποία αποτέλεσε την αφορμή για το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (Α’ ΠΠ), ήρθε να ανατρέψει τον αρχικό προγραμματισμό. Από τα όπλα του παραπάνω συμβολαίου μικρός μόνο αριθμός (ο οποίος υπολογίζεται περί τις 15.000) έφθασε στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου. Εκτοτε, η Steyr αποδείχθηκε ανίκανη να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, αναγκασμένη να διαθέσει τα ήδη έτοιμα όπλα, αλλά και όσα μελλοντικά κατασκεύασε, στις αυστροουγγρικές Αρχές. Στο σύνολό τους, μάλιστα, τα όπλα αυτά εξόπλισαν τη νεοσύστατη Πολωνική Λεγεώνα.
Μετά τη λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας και κατόπιν διαγωνισμού, επελέγη η ανάθεση συμβολαίου για την κατασκευή 100.000 τυφεκίων Υ1903/14/27 στην ιταλική Breda. Μέρος από τα τυφέκια που αγοράστηκαν από την Breda και ξεκίνησαν να παραδίδονται από το 1927, αποτελούσαν ανασκευασθέντα ιταλικά λάφυρα του Α’ ΠΠ. Το 1930, η Ελλάδα υπέβαλε μία ακόμη παραγγελία, αυτήν τη φορά στη Steyr, η οποία αφορούσε 25.000 αραβίδες Mannlicher-Schoenauer Υ1903/14/30. Το τελευταίο ελληνικό συμβόλαιο για την αγορά τυφεκίων Mannlicher-Schoenauer υπογράφηκε το 1939 και πάλι με τη Steyr. Με αυτήν την ανάθεση αποκτήθηκαν 15.000 όπλα Υ1903/14/30, τα οποία διατέθηκαν στη Χωροφυλακή.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνο-ιταλικού πολέμου, οι Ιταλοί Στρατιώτες έφεραν τυφέκια και αραβίδες Mannlicher-Carcano υποδείγματος 1891, τα οποία είχαν γίνει παραδεκτά από τον Ιταλικό Στρατό το 1892. Αυτά έβαλαν το φυσίγγιο των 6,5 x 52 mm, η ισχύς του οποίου είχε αξιολογηθεί ως ανεπαρκής κατά τον Ιταλο-Αιθιοπικό Πόλεμο, οι προσπάθειες για την αντικατάστασή του όμως διακόπηκαν λόγω της έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1940, τα τυφέκια του ανωτέρω τύπου ήταν μάλλον παρωχημένα, ενώ η ποιότητα κατασκευής τους ήταν υποδεέστερη εκείνης των ελληνικών τυφεκίων και αραβίδων MannlicherSchoenauer. Παρόλα αυτά, σημαντικός αριθμός τυφεκίων και αραβίδων Mannlicher-Carcano, που προέρχονταν από λάφυρα, χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη των αναγκών του Ελληνικού Στρατού.
Τροποποιήσεις του Mannlicher–Schoenauer
Κατά την υπηρεσία του Mannlicher-Schoenauer Υ1903 στον Ελληνικό Στρατό, καταγράφηκαν δύο αξιοσημείωτες –ελληνικής έμπνευσης– προσπάθειες για την τροποποίησή του. Η πρώτη υπήρξε η αποκαλούμενη «τροποποίηση Φιλιππίδη», από το όνομα του εφευρέτη της, η οποία επρόκειτο να ενσωματωθεί στα τυφέκια Υ1903/14, τα οποία παραγγέλθηκαν προς κατασκευή στην Breda το 1925. Ωστόσο, λόγω καθυστερήσεων στην υποβολή των σχεδίων στην εταιρία, τελικά οι σχεδιαζόμενες τροποποιήσεις δεν εφαρμόστηκαν.
Σε κάθε περίπτωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Φίλιππος Φιλιππίδης, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, από τις αρχές του 20ού αιώνα και πριν την προμήθεια του Mannlicher-Schoenauer, είχε σχεδιάσει τυφέκιο με προορισμό τον Ελληνικό Στρατό. Πρωτότυπο του όπλου, μάλιστα, είχε κατασκευαστεί υπό την επίβλεψη του ιδίου στα εργοστάσια της Steyr, ενώ τα σχετικά δικαιώματα ευρεσιτεχνίας είχαν κατοχυρωθεί από το 1906. Οι αλλαγές, δε, που επρόκειτο να εφαρμοστούν το 1925, σχετίζονταν πιθανότατα με το αρχικό σχέδιο του Φιλιππίδη, το οποίο, έχοντας περάσει αυστηρές αξιολογήσεις, είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα αξιόπιστο. Οι τροποποιήσεις αυτές αφορούσαν την αντικατάσταση της «περιστροφικής» φυσιγγιαποθήκης του, καθώς και την τροποποίηση του κινητού ουραίου, επιτυγχάνοντας την απλοποίηση του μηχανισμού και την αύξηση της ταχυβολίας του όπλου.
Η δεύτερη προσπάθεια αποτέλεσε επινόημα του έφεδρου ανθυπολοχαγού Ρήγα Ρηγόπουλου, λίγο πριν την έναρξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, και έμεινε γνωστή ως «τροποποίηση Ρηγόπουλου». Ο Ρηγόπουλος είχε σχεδιάσει προσθαφαιρούμενη συλλογή που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, διαφορετικού τύπου κινητό ουραίο, γεμιστήρα 20 φυσιγγίων και μηχανισμό για την παλινδρόμηση και την επανάταξη του κλείστρου, η οποία μετέτρεπε το όπλο σε αυτόματης βολής. Τον φορητό αυτόν μηχανισμό, σύμφωνα με το σκεπτικό του εφευρέτη, θα μπορούσαν να φέρουν μαζί τους οι στρατιώτες και, όποτε κρινόταν απαραίτητο, να τον προσαρμόζουν στο όπλο τους. Ετσι θα ήταν ουσιαστικά δυνατή η χρήση των όπλων ως οπλοπολυβόλων, αυξάνοντας σημαντικά την ισχύ πυρός του τμήματός τους. Παρά το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Στρατού, η κατασκευή πρωτοτύπου του όπλου ματαιώθηκε λόγω της κατάληψης της χώρας από τις γερμανικές δυνάμεις.
Θα αποτελούσε σημαντική παράλειψη, αν σε οποιαδήποτε αναφορά στον οπλισμό του Ελληνικού Στρατού δεν γινόταν μνεία στην ιδιόμορφη σχέση που –ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων– αναπτύσσεται ανάμεσα στον στρατιώτη και το όπλο του, καίτοι πρόκειται για ένα άψυχο αντικείμενο. Για τον στρατιώτη, το όπλο του αποτελεί το μέσο εκείνο που διαφυλάσσει τη ζωή του, ενώ παράλληλα η ισχύς που του προσδίδει, αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη της εμπιστοσύνης με την οποία τον περιβάλλει η πατρίδα για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της, αλλά και της ρητής εντολής της για τον, μέχρις εσχάτων, αγώνα για την εξόντωση του εχθρού. Ως αποτέλεσμα, ο δεσμός αυτός αποκτά μια μυστηριακή ιερότητα που θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με εκείνη που περιβάλλει την πολεμική σημαία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της σχέσης δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί η περίπτωση του ταγματάρχη (ΠΒ) Κωνσταντίνου Βερσή.
Μετά τη συνθηκολόγηση του Ελληνικού Στρατού με τις Γερμανικές Ενοπλες Δυνάμεις, ο ταγματάρχης Βερσής ενημερώθηκε για την οδυνηρή υποχρέωσή του να παραδώσει τον οπλισμό τη μοίρας του στον εχθρό. Αφού έδωσε εντολή να συγκεντρωθεί το προσωπικό της μονάδας στον χώρο που βρίσκονταν τα πυροβόλα της, μίλησε στους στρατιώτες του και τους κάλεσε να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο. Στη συνέχεια και αφού πρώτα ασπάσθηκε τα τιμημένα πυροβόλα του, διέταξε να πυροδοτηθούν τα εκρηκτικά που είχαν τοποθετηθεί για την καταστροφή τους, ώστε να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού, ενώ εκείνος άρχισε να απομακρύνεται έφιππος. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε ο ήχος από την εκπυρσοκρότηση του περιστρόφου του. Ο γενναίος ταγματάρχης, ο οποίος για τη δράση του κατά τη μάχη του Καλπακίου είχε προταθεί για την απονομή του Αριστείου Ανδρείας, είχε αυτοκτονήσει. Η ημερησία διαταγή της μονάδας του ανέφερε τα ακόλουθα: «Ούτος, μη ανεχθείς παράδοσιν εις τον εχθρόν των πυροβόλων του, ηυτοκτόνησεν την 23ην Απριλίου παρά το 7ον χιλιόμετρον νοτίως Ιωαννίνων, εις ύψος Πεδινής-Ραψίστας». Έμεινε, έτσι, για πάντα πιστός στον προαιώνιο όρκο των αρχαίων Αθηναίων «Ου καταισχυνώ όπλα τα ιερά».
*
*
Ευχαριστούμε τον κ. Θεόδωρο Δημόπουλο για την παραχώρηση του άρθρου
*Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο “Τα όπλα των Ελλήνων” του Χρήστου Ζ. Σαζανίδη